Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

придёт ли он

  • 1 вероятно

    вероятно πιθανό, μπορεί, ίσως он, \вероятно, придёт ίσως έρθει весьма \вероятно πολύ πιθανό
    * * *
    πιθανό, μπορεί, ίσως

    он, вероя́тно, придёт — ίσως έρθει

    весьма́ вероя́тно — πολύ πιθανό

    Русско-греческий словарь > вероятно

  • 2 видно

    видно 1. предик. 1) φαίνεται было хорошо \видно φαινόταν καλά его ещё не \видно δε φαίνεται ακόμη 2) (заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό 2. вводи, ел. πιθανό, καθώς φαίνεται \видно, он не придёт καθώς φαίνεται δε θα ρθει
    * * *
    1. предик.

    бы́ло хорошо́ ви́дно — φαινόταν καλά

    его́ ещё не ви́дно — δε φαίνεται ακόμη

    2) ( заметно) είναι φανερό, είναι αισθητό
    2. вводн. сл.
    πιθανό, καθώς φαίνεται

    ви́дно, он не придёт — καθώς φαίνεται δε θα ρθει

    Русско-греческий словарь > видно

  • 3 скоро

    скоро σε λίγο; γρήγορα (быстро)· он \скоро придёт σε λίγο θα ρθει
    * * *
    σε λίγο· γρήγορα ( быстро)

    он ско́ро придёт — σε λίγο θα ρθει

    Русско-греческий словарь > скоро

  • 4 что

    I что Ι (чего, чему, чем, о чём) τι; \что вы хотите? τι επιθυμείτε; τι θέλετε; \что мы будем делать? τι θα κάνουμε; \что это такое? τι είναι αυτό; ◇ не за \что Ι τίποτα! ни за что ποτέ, με κανένα τρόπο II что II (союз) ότι, πως; он сказал, \что не придёт (αυτός) είπε ότι (или πως) δε θα ρθει
    * * *
    I (чего, чему, чем, о чём)
    τι

    что вы хоти́те? — τι επιθυμείτε; τι θέλετε

    что мы бу́дем де́лать? — τι θα κάνουμε

    что э́то тако́е? — τι είναι αυτό

    ••

    не́ за что! — τίποτα!

    ни за что́ — ποτέ, με κανένα τρόπο

    II союз
    ότι, πως

    он сказа́л, что не придёт — (αυτός) είπε ότι ( или πως): δε θα ρθει

    Русско-греческий словарь > что

  • 5 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 6 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 7 когда

    επίρ. κ. σύνδ.
    1. επίρ. ερωτημ. πότε;•

    когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;

    2. επίρ. χρον. πότε•

    не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•

    неизвестно, когда άγνωστο πότε.

    3. κάποτε, ενίοτε•

    когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•

    когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.

    4. σύνδ. χρον. όταν•

    это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.

    5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•

    ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.

    εκφρ.
    есть -! – δεν ευκαιρώ!•
    когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•
    когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•
    редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια.

    Большой русско-греческий словарь > когда

  • 8 когда-нибудь

    επίρ.
    κάποτε, καμιά φορά, μια μέρα, καμιά μέρα•

    когда-нибудь мы все умрём κάποτε όλοι εμείς θα πεθάνομε•

    жили вы когда-нибудь в деревне? ζήσατε καμιά φορά στο χωριό;•

    кончишь ли ты -? θα τελειώσεις καμιά φορά;•

    придёшь ли ты когда-нибудь ко мне? θα έρθεις καμιά μέρα στο σπίτι μου;

    Большой русско-греческий словарь > когда-нибудь

  • 9 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 10 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

  • 11 обещать

    ρ.δ.κ.σ.
    1. υπόσχομαι•

    он -ал, что придёт αυτός υποσχέθηκε ότι θα έρθει.

    . διαβεβαιώνω.
    2. τάζω παρέχω ελπίδες•

    обещать золотые горы τάζω φούρνους με καρβέλια και λαγούς με πετραχήλια.

    υπόσχομαι. || αλ-ληλούπόσχομαι, δινομε το λόγο σύζευξης•

    они -лись αυτοί έδοσαν το λόγο να παντρευτούν.

    Большой русско-греческий словарь > обещать

  • 12 отлично

    1. επίρ. άριστα•

    ученик ответил отлично ο μαθητής απάντησε άριστα•

    она учится αυτή μαθαίνει άριστα.

    2. ως κατηγ. είναι υπέροχα, θαυμάσια•

    здесь отлично εδώ είναι υπέροχα.

    3. πολύ καλά, ωραία, περίφημα•

    сейчас он придёт отлично, мы его здесь подождём τώρα αυτός θα έρθει. отлично Πολύ καλά, εμείς θα τον περιμένομε εδώ.

    4. ως ουσ. ο βαθμός άριστα•

    он получил отлично αυτός πήρε άριστα.

    Большой русско-греческий словарь > отлично

  • 13 пусть

    μόριο κ. σύνδ.
    1. ας•

    пусть так и будет ας γίνει έτσι, ας είναι έτσι•

    пусть говорят, что хотят ας λένε, ό,τι θέλουν•

    пусть он говорит άς τον να λέει, ας λέει•

    пусть придёт, если он хочет ας έρθει, άμα θέλει•

    пусть бы είθε.

    2. ας παραδεχτούμε, ας πούμε, ας υποθέσομε•

    пусть я ошибся, но эту ошибку я давно исправил ας πούμε ότι έκανα λάθος, όμως εγώ από καιρό το διόρθωσα.

    3. έστω, ας είναι και, αν και.
    εκφρ.
    пусть так – ας είναι έτσι, σύμφωνος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > пусть

  • 14 хорошо

    επίρ.
    1. καλά•

    он работает хорошо αυτός εργάζεται καλά•

    моя сестра хорошо пот η αδερφή μου τραγουδά καλά•

    писать хорошо γράφω καλά (ωραία)•

    чувствовать себя хорошо αισθάνομαι τον εαυτό μου καλά•хорошо вести себя φέρνομαι καλά•

    одевать хорошо ντύνομαι καλά•

    жить хорошо ζω καλά.

    2. ως κατηγ. είναι καλά•

    хорошо на улице είναι καλά έξω•, что он сегодня придёт είναι καλά που θα έρθει σήμερα.

    3. μόριο επιβεβαιωτικό• καλά•

    я приду через полчаса хорошо? θα έρθω μετά από μισή ώρα, καλά; || ας είναι, ας γίνει έτσι, καλά (σύμφωνος).

    || μόριο απειλητικό• καλά (θα δεις, θυμήσου το κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > хорошо

См. также в других словарях:

  • придёт(ся) — [прийти(сь)] …   Словарь употребления буквы Ё

  • придёт — срок • действие, субъект, начало …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • приділ — іменник чоловічого роду боковий вівтар у православному храмі …   Орфографічний словник української мови

  • приділ — і храм приділ 1. Частина великого храму, у якій установлено додатковий престол, щоб уможливити здійснення Літургії в цьому храмі більше ніж один раз на день; 2. Те саме, що вівтар бічний …   Словник церковно-обрядової термінології

  • ПРИДЁРНУТЫЙ — ПРИДЁРНУТЫЙ, придёрнутая, придёрнутое; придернут, придернута, придернуто (разг.). прич. страд. прош. вр. от придёрнуть. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • ПРИДЁРГИВАТЬ — ПРИДЁРГИВАТЬ, придёргиваю, придёргиваешь (разг.). несовер. к придернуть. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • ПРИДЁРГИВАТЬСЯ — ПРИДЁРГИВАТЬСЯ, придёргиваюсь, придёргиваешься, несовер. (разг.). страд. к придергивать. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • ПРИДЁРНУТЬ — ПРИДЁРНУТЬ, придёрну, придёрнешь, совер. (к придергивать), кого что (разг.). Дернув, притянуть, приблизить. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • придётся — ПРИЙТИСЬ, придусь, придёшься; пришёлся, шлась; пришедшийся; придясь; сов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Придёт по сердцу — кому что. Устар. Кто либо понравится. А когда же надзирательница моя придёт мне по сердцу, то я сделаю её наследницею всего моего имения (М. Чулков. Пригожая повариха) …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • придёрнутый — придёрнутый …   Русский орфографический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»